εὐφεγγέας

εὐφεγγέας
εὐφεγγής
masc/fem acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευφεγγής — εὐφεγγής, ές (Α) 1. αυτός που φέγγει καλά, ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέρα... εὐφεγγὴς ἰδεῑν», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐφεγγές η ευφέγγεια* 3. φρ. «εὐφεγγέας ποιῶ» (για τοίχο) ασπρίζω («δύο τοίχους εὐφεγγέας ποιεῑν», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”